- ἀνακρήμνημι
- ἀνακρήμνημι,A = ἀνακρεμάννυμι, shore up, J.BJ5.11.4; undermine,
ὑπονόμοις τὸ τεῖχος App.Mith.75
:—also [full] ἀνακρημνάω, prob. in J.BJ2.17.8, AJ7.10.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπονόμοις τὸ τεῖχος App.Mith.75
:—also [full] ἀνακρημνάω, prob. in J.BJ2.17.8, AJ7.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακρήμνημι — ἀνακρήμνημι (Α) ἀνακρεμάννυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρήμνημι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek